Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

ΦΕΡΑΜΕ ΠΙΣΩ ΑΥΤΑ Τ’ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΙΑΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΑΠΕΙΝΗΣ:

 

Α

Τον άγγελο τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια

κοιτάζοντας πολύ κοντά τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.

Σμίγοντας την κόψη του αλετριού ή του καραβιού

την καρένα ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα

για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

 

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι μ’ ανήμπορα μέλη,

 με το στόμα ρημαγμένο από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.

Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά ,

ξένοι βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των κύκνων που μας πληγώναν.

Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής

τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας

 που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.

 

Φέραμε πίσω αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

Β

Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά

Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια

για να χαρούν οι φίλοι που μας έμειναν ακόμη πιστοί.

 

Έσπασαν τα σκοινιά· μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα

μας θύμιζαν την περασμένη μας ευτυχία:

τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.

Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας

κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει

κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει

κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.

 

-Γ- (μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης)

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια

που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.

Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο

έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.

 

Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά

μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει

κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.

Δεν έχω άλλη δύναμη·

 

τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα

[Οι τρεις πρώτες ενότητες από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη  ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, πρώτη έκδοση 1935 – ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτή τη συλλογή]

 


ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ (από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ)

-Δ-

Καί ψυχή
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν
εἰς ψυχήν
αὐτή βλεπτέον:

τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη

 

Ήτανε καλά παιδιά οι σύντροφοι, δε φώναζαν

ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,

είχανε το φέρσιμο των δένδρων και των κυμάτων

που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή,

δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο

χωρίς να αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.

Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες

ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια

ανασαίνοντας με ρυθμό

και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.

Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια

όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές

κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων

που γαβγίζουν.

Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, έλεγαν

εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν

και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου

μέσα στο λιόγερμα.

Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα

που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.

Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς

κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά

κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξανδρο

και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.

Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά

με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια

τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.

Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.

Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς

με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης

με τ’ αυλάκι του τιμονιού

με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.

Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,

με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους

δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.

 

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη

 

-Ε-

Δεν τους γνωρίσαμε

ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε

πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.

Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια·

φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας

χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.

Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα

να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί

πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια·

το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι

γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,

και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.

 

Οι φίλοι μας έφυγαν

ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως

να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος

μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει

ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή

πέρα από τα αγάλματα.

 

ΗΤΑΝ Η ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ (από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη  ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 1935)

-ΣΤ-

Το περιβόλι με τα σιντριβάνια του στη βροχή

θα το βλέπεις μόνο από το χαμηλό παράθυρο

πίσω από το θολό τζάμι. Η κάμαρά σου

θα φωτίζεται μόνο από τη φλόγα του τζακιού

και κάποτε, στις μακρινές αστραπές θα φαίνονται

οι ρυτίδες του μετώπου σου, παλιέ μου φίλε.

 

Το περιβόλι με τα σιντριβάνια που ήταν στο χέρι σου

ρυθμός της άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα

μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές

κι ένας χορός μέσα στις πικροδάφνες

κοντά στα καινούργια λατομεία,

ένα γυαλί θαμπό θα το ’χει κόψει από τις ώρες σου.

Δε θ’ ανασάνεις· το χώμα κι ο χυμός των δένδρων

θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν

πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή

από τον έξω κόσμο.

 

-Ζ- ΝΟΤΙΑΣ

Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μια βουνοσειρά.

Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει,

αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ’ τη σάρκα.

Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και τις χαρουπιές.

Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια

για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε

τόσους μήνες και τα ρίχνουμε

μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.

 

Άστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια

οι ώρες μας ήταν πιο γλυκές από το λάδι

πάνω στην πληγή, πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό

στον ουρανίσκο, πιο γαλήνιες απ’ τα φτερά του κύκνου.

Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάμη σου.

Ύστερα απ’ το πικρό ψωμί της ξενιτιάς

τη νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο

η φωνή σου μας πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς

και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει

πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι.

 

Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράγματα

και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον

κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά

το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά

κι εσένα.

Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας;

Χθες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα

βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας

σαν τις πευκοβελόνες της χθεσινής νεροποντής

στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι

θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.

 

Μέσα σε τούτα τα χωριά τ’ αποδεκατισμένα

πάνω σ’ αυτό τον κάβο, ξέσκεπο στον νοτιά

με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει,

ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;

Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του φθινοπώρου;

 

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Γιώργου Σεφέρη:

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

-Η-

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

πάνω σε καταστρώματα καταλυμένων καραβιών

στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε

χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα

ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στα άκρη τα κατάρτια.

Τριμμένες από τους δίσκους των φωτογράφων

δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα

μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

 

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

πάνω στα σπασμένα θαλάσσια ξύλα

από λιμάνι σε λιμάνι;

 

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας

τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,

κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας

κι εκείνης της θάλασσας,

χωρίς αφή

χωρίς ανθρώπους

μέσα  σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας

ούτε δική σας.

 

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά

κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε

λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά

ένα ελάχιστο διάστημα.

 

-Θ-

Είναι το παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω

ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα

ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια

ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.

Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά

να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.

Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά

του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

 

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα

τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,

το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,

αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

 

Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία

του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.

Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ-πέρα θέλαμε να βρούμε

τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

 

-Ι-

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά

που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,

μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας

ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.

Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε

τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.

Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα

γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.

Πώς γεννηθήκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

 

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν

οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια

την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε

βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα

σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν

σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

 

ΦΥΣΑΕΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΕΡΑΣ ΠΟΥ ΓΥΜΝΩΝΕΙ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΑΠ’ ΤΗ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΜΑΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΙ:

Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι,

μέσα στην ανεξάντλητη νύχτα το αίμα σου άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες πάνω στους μαύρους βράχους τα σχήματα των δένδρων και τα σπίτια

με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια]

 

 [επιλογές λέξεων από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γιώργου Σεφέρη, γιατί είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη, ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα, κρατούνε τη μορφή του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί]

Τετάρτη, 18 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ